- σχαστήριο
- τοιατρικό εργαλείο, φλεβοτόμος, νυστέρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σχαστήριο — το / σχαστήριον, ΝΜ νεοελλ. ναυτ. τετραγωνικό, ξύλινο ή μεταλλικό, τεμάχιο που διαπερνά το επιστήλιο κοντά στη βάση του και τό συγκρατεί στο θωράκιο, κν. κασκαβάλι μσν. είδος χειρουργικού μαχαιριδίου, νυστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα τήριον … Dictionary of Greek
κασκαβάλι — το 1. κασέρι 2. ναυτ. α) είδος μεταλλικής περόνης που συγκρατεί το καρφί, εφηλίδα β) το σχαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaşkaval ή ιταλ. cacio cavallo] … Dictionary of Greek